Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θηβαΐτης — Θηβαΐτης, ὁ (ΑΜ) [Θήβαι] ο κάτοικος τής Θηβαΐδος τής Αιγύπτου … Dictionary of Greek
Θηβαῖται — Θηβαίτης dweller in the Egyptian Thebais masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)